καλομίλητος

καλομίλητος
-η, -ο
γλυκομίλητος: Είναι καλομίλητος και όλοι τον αγαπούν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλομίλητος — η, ο (Μ καλομίλητος, ον) ευπροσήγορος, προσηνής, γλυκομίλητος, πράος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”